Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013

Σιάκα: ένας άγνωστος και μυστηριώδης μεσαιωνικός οικισμός της Κερασιάς

Καλημέρα κι από μένα και σας ευχαριστώ που βρίσκεστε σήμερα εδώ και μας τι­μάτε με την παρουσία σας.

Έναυσμα
Το έναυσμα για να ασχοληθώ με το παραπάνω θέμα ήταν τριπλό: καταρχάς τα ερευνητικά μου ενδιαφέροντα, που εστιάζονται σε θέματα τοπωνυμικής και μεσαι­ωνικής Ιστορίας, έπειτα η αγάπη μου για την τοπική Ιστορία και τέλος η από κοινού απόφαση, με πρόεδρο του συλλόγου Θανάση Τζελαπτσή, για την έρευνα στο χωριό.

Μεθοδολογία έρευνας
Η μεθοδολογία που ακολούθησα, κατά τη διάρκεια της έρευνας, είχε τρεις βασι­κούς άξονες: επιτόπια έρευνα, προφορικές συνεντεύξεις και ανάγνωση αρχειακού υλι­κού. Λιγότερο σημαντική αποδείχθηκε η μελέτη βοηθημάτων της γενικής Ιστο­ρίας, η οποία, τις περισσότερες φορές, δε λαμβάνει υπόψιν της την τοπική έρευνα και βιβλιογρα­φία και γι’ αυτό το λόγο λανθάνει.
Επιστημονικό πεδίο
Τα πλαίσια στα οποία κινείται η παρούσα εργασία είναι αυτά της Ιστορίας, οικιστι­κής και ιστορικής γεωγραφίας και τοπωνυμικής Ιστορίας.

Τοποθεσία-Ταυτοποίηση τοπωνυμίου
Ο εγκαταλειφθείς οικισμός με το όνομα Σιάκα βρίσκεται στα 1100 μέτρα από­σταση από το σημερινό οικισμό της Κερασιάς, ΒΔ αυ­τής. Η επισταμένη ανίχνευση του άγο­νου εδάφους, είχε ως αποτέλεσμα την ανακά­λυψη τεκμηρίων που πιστοποιούν την πρότερη ύπαρξη ζωής. Πρόκειται για κεραμί­δια και πελεκημένες πέτρες, κα­τάλοιπα του αφεμένου οικισμού. Το σημαντικότερο τεκμήριο όμως, είναι η ύπαρξη του φυ­τού βρωμοξυλιά, με την επιστημονική ονομασία χρυσόξυλο ή ρους. Μελετώ­ντας εκδοθείσα πηγή, του 1500, πληροφορούμαστε για τη φορολό­γηση των κατοίκων του οικι­σμού για το συγκεκριμένου φυτό. Οι μό­νες εγγραφές, στις οποίες υπάρχει φορολόγηση γι’ αυτό, είναι για το χωριό Ροδιανή και το Σιάκα. Άρα, μπο­ρούμε να μιλή­σουμε με βεβαιότητα για την ταυτοποίηση του τοπωνυμίου, αφού, ακόμη και σή­μερα, στη συγκεκριμένη περιοχή, υπάρχει το εν λόγω φυτό.

Στις διαθέσιμες μελέτες όμως, οι εκδότες διαβάζουν Σάρμα, Σάρακα, Σιάρκα, Σιάρμα, Σάρτε, Σιάρκε, Σιάμπρεκα. Ακόμη και στην πε­ρίπτωση που οι εκδότες κατα­πιάνονται με το ίδιο υλικό, το τοπωνύμιο αναγνώσκεται με διαφορετικούς τρόπους. Σε περί­πτωση που κάποιος απ’ αυτούς, είτε είχε γνώση του οικισμού, είτε προέ­βαινε σε επι­τόπια έρευνα και στις προφορικές συνεντεύξεις, να το μετέγραφε Σιάκα! Η οθωμανική γλώσσα και γραφή διαφέρουν, γλωσσικά και φωνητικά, από τη δική μας, που, όχι μόνο να καθίσταται δύσκολη η ανάγνωσή τους, αλλά και ο ίδιος ο οθωμανός αξιωματούχος-γραφέας που το συνέ­ταξε να μη μπορούσε να αποδώσει εγ­γράφως αυτά που άκουγε. Απίθανο φαίνεται να μεταλλά­χθηκε το τοπωνύμιο με το πέ­ρας των χρό­νων, αφού η τοπωνυμική μνήμη δύσκολα αλλά­ζει.

Η φιλότιμη, αλλά με ανύπαρκτη τοπική βιβλιογραφία ή τοπική μνήμη, προσπά­θεια ταυτοποίη­σης που επιχειρήθηκε προσφάτως, κατέληξε σε συμπεράσματα που ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα. Ο οικισμός πιθανολογείται να είναι ο ίδιος, με τον αταύ­τιστο οικισμό Σερ­μεή της παρρησίας της Μονής Μεταμορφώσεως του Σω­τήρος Ζά­βορδας και τοπο­θετεί­ται, νοτίως του πο­ταμού Αλιάκμονα, μεταξύ των ση­μερινών κωμών Προσήλιο, Τρι­γωνικό, Πολύρρα­χος και Μεταξά. Όμως, οικι­σμός με αυτό το όνομα ουδέποτε υπήρξε. Η εσφαλ­μένη ανάγνωση και μεταγραφή της εκ­δότριας της παρρησίας, παραπλάνησε δις, μετέ­πειτα μελετητές που την ασπάστηκαν. Ύστερος μελετη­τής του κώδικα και Ιστορικός, παρατήρησε, ότι η εγγραφή Σερμεή, είναι γυ­ναικείο όνομα αφιερώ­τριας του χωριού Πολύρραχος και όχι οικι­σμός.

Πόθεν το όνομα Σιάκα
Η ρίζα της λέξης είναι το θηλυκό του βλάχικου επιθέτου sec, seacă, που σημαίνει ξερή. Παραπλήσια τοπωνύμια εντοπίζονται σε διάφορες περιοχές ανά την Ελλάδα. Υπάρχει όμως και ως επώνυμο στις εγγραφές του τηλεφωνικού κατα­λόγου. Το ξερό και άγονο μέρος όπου βρισκόταν ο οικισμός πιστοποιούν τη βλάχικη προέλευση της λέξης. Οπότε η ονομασία του μέρους δηλώνει την ξερή γη πάνω στην οποία εγκα­ταστάθηκαν οι κάτοικοι.

Ταυτότητα-προέλευση των κατοίκων
Με βάση την προέλευση της λέξης Σιάκα που παραπέμπει σε βλάχικο έτυμο, εικάζε­ται ότι οι κάτοικοι ήταν φύλα βλάχικης καταγωγής. Ο οικισμός εμφανίζεται, για πρώτη φορά, σε γραπτή πηγή το 1500. Αυτό δε σημαίνει όμως ότι κατοι­κείτο από τότε· πιστεύεται όμως ότι εμφανίζεται μερικά χρόνια πριν, στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα.

Πιθανότερος τόπος προέλευσής τους, η περιοχή της βορείου Πίν­δου· μια περιοχή που έβριθε και βρίθει ακόμα βλάχικου στοιχείου. Συγκεκριμένος λόγος μετακίνησής τους δε φαίνεται να υπήρχε, αφού οι βλάχοι ήταν φύσει νομα­δικός λαός, που με­τακι­νούνταν συνεχώς, σε μικρές ομάδες με μορφή τσελιγκάτων, ψάχνοντας νέα βο­σκο­τόπια· και τα μπαΐρια του Σιάκα προσφέρονταν γι’ αυτή τη δουλειά.

Στο γειτονικό λόφο, θέση Αϊλιά -που βρίσκεται σε κοντινότερη απόσταση προς το Σιάκα , παρά στον οικισμό της Κερασιάς- υπήρχαν μέχρι το 1967 σωροί ερειπίων. Τότε, χτίστηκε το εξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία, με πρωτοβουλία κατοί­κων της Κε­ρασιάς. Η θέση του βρίσκεται σε μέρος από­κρυφο και δενδρόπυκνο. Προφανώς εβρισκόταν εκεί τα ερείπια του ναού των κατοί­κων του Σιάκα, που είχαν αφιερώσει στον Προφήτη Ηλία. Παμπάλαια εικόνα που απεικονίζει τον άγιο, σώζεται σήμερα στον ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών, στο κέντρο του οικισμού της Κερασιάς, προ­ερχόμενη ίσως από την προαναφερομένη θέση.

Ασχολίες κατοίκων-καθημερινότητα
Ασχολία των κατοίκων ήταν η κτηνοτροφία, αλλά και η γεωρ­γία. Σημαντικότατη εμ­φανίζεται και η ενασχόλησή τους με τη γη, από την οποία καρπώνονται πλήθος προϊόντων. Η βασική τους, όμως, ασχολία ήταν αυτή της βρωμοξυλιάς· ασχολία που όχι μόνο τους αποδίδει χρήμα, αλλά τους οδηγεί -σε συνδυασμό και με άλλους παράγοντες- να εξελιχθούν, από χωρικοί, σε αστούς εμπόρους και να εγκαταλείψουν τον οικισμό τους. Καλλιερ­γούν πλήθος δημητριακών και οσπρίων, έχουν κήπους με λαχανικά, ενώ σημαντική ενα­σχόληση αποτελεί και η αμπε­λοκαλ­λιέργεια, αφού παρά­γουν και κρασί.

Η βρωμοξυλιά είναι ένας αυτοφυής δενδρώδης θάμνος. Το φυτό έχει εμπορική χρησιμότητα, αφού η βράση του ξύλου του (και όχι του άνθους του) σε νερό, ανα­δύει κίτρινη χρωστική (με τις κατάλληλες χημικές διαδικασίες μπορεί να μετατραπεί σε πορτοκαλί και λαδί), που χρησιμεύει ως βαφική ουσία δερμάτων και υφασμά­των.

Τα σπίτια στον οικισμό ήταν χτισμένα από ευτελή υλικά (χώμα, πηλό και λίγες πέ­τρες), άποψη που πιστοποιείται από το αβριθές του μέρους σε κατά­λοιπα ζωής, ενώ οι στέγες ήταν κατασκευασμένες από σί­καλη. Εξάλλου, ο νομαδικός χα­ρακτή­ρας τους δεν τους επέτρεπε τη μόνιμη εγκατά­σταση, άρα και το άρτιο κατα­σκευής των οικιών τους. Το σύνολό τους δε θα πρέπει να ξεπερνούσε τα 7-8, αφού η δομή της οικογέ­νειας ήταν πατριαρχική, ενώ όλες οι φαμίλιες ήταν υπό τη σκέπη του αρ­χιτσέλιγκα. Τα σπίτια ήταν χτισμένα στο χείλος του ισιώματος, αφού η κλίση του προς τα νότια (εκεί ευρέθησαν τα όποια υπολείμματα) αποτελούσε φυσική κά­λυψη από τα βλέμματα των μου­σουλμάνων κατακτητών. Κατά το ίδιο σκεπτικό εξη­γείται και η θέση της εκκλησίας του οικισμού τους (παρόλο που είναι αφιερωμένη στον Προ­φήτη Ηλία, τον άγιο των υψωμάτων), σε θέση απόκρυφη. Πιθανό μέρος υδρο­δότησής τους ήταν το ρέμα, ελθόν εκ της Ροδιανής, στα νότια του οικισμού, ενώ στη θέση Πηλός, έπλεναν τα σώματά τους με πηλό και έπαιρναν πρώτη ύλη για το χτί­σιμο των οικιών τους. Το πλύσιμο των ρούχων τους γινόταν στη θέση Καρού­τια, όπου στένευε το ρέμα και η ορμή του νε­ρού διοχετευόταν μέσω ξύλινης κατα­σκευής, που δημιουργούσε μια κοπάνα, ένα μαντάνι, για την πλύση των μάλλινων ρούχων τους. Ντύνονταν με το δέρμα και το μαλλί από τα ζώα που εξέ­τρεφαν, ενώ απ’ αυτά έπαιρναν και το λίπος για να το χρησιμοποιήσουν ως ύλη για τον φωτισμό τους, ενώ το σιτάρι και τα λοιπά δημη­τριακά, τα άλεθαν στο μύλο που υπήρχε στη θέση Παλιόμυλος.

Σχέσεις με τους πέριξ ή άλλους οικισμούς
Με την καλλιέργεια της βρωμοξυλιάς καταπιάνονταν και οι κά­τοι­κοι του γειτονικού οικισμού της Ροδιανής. Η ύπαρξη της θέσης Σμαρ’, στα σύνορα Κερασιάς, Ροδια­νής, Αγίας Παρασκευής παραπέμπει σε ενδεχόμενη σχέση μεταξύ των δύο οικισμών. Το εν λόγω τοπωνύμιο παραπέμπει στη λέξη σα­μάρι· σμαρ’ προφέρεται στη βλάχικη ιδιόλεκτο. Η συγκεκριμένη θέση, λοιπόν, φαίνεται ότι ήταν ο τόπος συνάντησης των κατοίκων των δύο οικισμών, όπου έκα­ναν το τελικό φόρτωμα, σε όνους ή ημιόνους, και ξεκινούσαν τη μεταφορά του προϊόντος. Τόπος μεταφοράς του εμπορεύματος ήταν η Κοζάνη.

Η Κοζάνη, εκείνη την περίοδο, ήταν ένα μικρό και άσημο χωριό, κρυμμένο, όμως σε πυκνό­φυτο δάσος και προστατευμένο, από τους πέριξ αυτού μουσουλμανικούς οικι­σμούς -οι κάτοικοι των οποίων έφεραν όπλα-, από ληστές που λυμαίνονταν την ύπαιθρο. Η Κοζάνη αποτελούσε μιας πρώτης τάξεως κρυψώνα για τα εμπορεύματα, που είχαν ως τελικό προορισμό της χώρες της Μεσευρώπης.

Με το διπλανό οικισμό της Κερασιάς, δε φαίνεται να υπήρχε κάποια ιδιαίτερη σχέση. Η διαφορετική εθνοτική ταυτότητα, μεταξύ των κατοίκων των δύο χωριών, και τα διαφορετικά καθημερινά και επαγγελματικά τους ενδιαφέροντα, δε μπορού­σαν να ενώσουν τον πληθυσμό τους. Εξάλλου, εκείνη την περίοδο, ο οικισμός της Κερασιάς βρισκόταν δυτικότερα του σημερινού και άρα σε μεγαλύτερη απόσταση απ’ ότι σήμερα, γύρω απ’ τη θέση Μπαλιάνγκουρα. Εκείνη την περίοδο, στα τέλη του 15ου αιώνα, και αφού είχε προηγηθεί η οθωμανική κατάκτηση της περιο­χής -το 1393-, αρχίζει η Κερασιά σιγά-σιγά να ¨αναβαίνει¨ και να εγγίζει τον οικι­σμό του Σιάκα.

Εγκατάλειψη οικισμού-οθωμανική πίεση
Το 1543 είναι το έτος για το οποίο έχουμε την τελευταία έγγραφη αναφορά για την ύπαρξη κατοίκων στο Σιάκα. Εγκαταλείπουν τον οικισμό τους, από πιθανές προ­στριβές με τους κατοίκους των γύρω περιοχών, αλλά κυρίως λόγω της οθωμανικής πίεσης που εκφραζόταν μέσω των υπέρογκων φόρων, για την κάλυψη των δαπανών της Αυτοκρατορίας, της πίεσης για αλλαξοπιστία και της ωμής βίας, από πλευράς των οθωμανών. Προσφεύγουν στην Κοζάνη· η πρότερη ενασχόλησή τους με τη βρωμοξυλιά, έχει ανοίξει τους ορίζοντές τους και έχουν πια αποκτήσει γνώσεις περί του εμπο­ρίου, ενώ σε συνδυασμό και με τις συνεχείς επισκέψεις τους στο μέρος της Κοζάνης, διέγνωσαν τη σπουδαιότητα του τόπου. Έχοντας αφήσει πίσω τη βρωμο­ξυλιά, αλλά αποκτήσαντες το μικρόβιο του εμπορίου -που τους μετέτρεψε από πλανόμενους κτηνοτρόφους και σκαπανείς γης σε εν δυνάμει αστούς- θεωρούν την Κοζάνη το κα­τάλληλο καταφύγιο των προς εξαγωγήν προϊόντων.

Την ίδια περίοδο, καταφτάνουν, κατά δεκάδες χιλιάδες οι εκδιωχθέντες Εβραίοι, κάτοικοι Ισπανίας και Πορτογαλίας, στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και ξεχύνονται σε διάφορες πόλεις της βορείου Ελλάδος. Ως εμπορικός λαός που ήταν έψαξαν πόλεις, για την εγκατάστασή τους και όχι χωριά, ώστε να ασκήσουν το εμπόριο και άλλα αστικά επαγγέλματα. Η Κοζάνη, τότε (αρχές 16ου αι.), ήταν ένα μικρό και άσημο χω­ριό που δεν είχε να τους προ­σφέρει κάτι. Αυτός είναι και ο πραγματικός λόγος, που ουδέποτε πάτησε Εβραίος το πόδι του στην Κοζάνη, με σκοπό τη μόνιμη κατοίκηση. Η έλλειψη μνείας του γεγο­νότος στις πηγές σε συνδυασμό με τη γνώση της γενικής Ιστορίας, επιβεβαιώνουν την άποψη. Ερμηνείες περί ιδιομορφίας στο χαρακτήρα των κοζανι­τών και άλλα τινά, ανήκουν στη σφαίρα του μύθου και της νοσηρής φα­ντα­σίας.

Αυτό που δε διέβλεψαν οι έμπειροι έμποροι Εβραίοι, κατάφεραν να δια­βλέψουν οι μέχρι πρότινος απαίδευτοι και περιπλανώμενοι κτηνοτρόφοι και χωρι­κοί. Εγκαθί­στανται στην περιοχή, όπου το σημερινό κέντρο της πόλης, στη συ­νοικία που είναι ως σήμερα γνωστή με το όνομα Βλαθκα, και δημιουρ­γούν έναν πρώιμο αστικό πυ­ρήνα. Εκεί εγκαθίστανται και οι μετέπειτα έποικοι της Κοζάνης, βλάχικης επίσης κα­ταγωγής, χάρη στους οποίους ο οικισμός, αυξάνεται, αστικοποιείται και ακμάζει (εμπορικά και πνευματικά).

Οι σιακαίοι παράδειγμα προς μίμησιν
Το 1649 υπάρχει αναφορά για επιδρομή Αλβανών στο Κτένι. Ο άρχοντας του χω­ριού, Ιωάννης Τράντας εγκαταλείπει τον οικισμό συνοδεία 120 οικογενειών και 12.000 αιγοπροβάτων, και εγκαθίσταται στην Κοζάνη. Τη συγκεκρι­μένη άποψη ασπάζονται και διαιωνίζουν όλοι οι μετέπειτα ιστοριογράφοι, χωρίς να την υποβάλ­λουν σε οποιαδήποτε διανοητική παίδευση ή κριτικό έλεγχο της λογικής και της με­θοδολογίας, κατά τον τρόπο που ορίζουν οι μέθοδοι έρευνας της Ιστο­ρίας.

Πρώτον μεν, να αναφέρω, ότι ο αριθμός των 120 οικογενειών δεν μπορεί να ευστα­θεί, καθ’ ότι 36 χρόνια πριν, το 1613, απεγράφησαν στο χωριό, 47 οικογένειες. Οπότε σε μόλις 36 χρόνια είναι απίθανο να υπερδιπλασιά­στηκε ο πληθυσμός. Δεύ­τερον, να τονιστεί ότι, όχι μόνο ο όγκος του κοπαδιού (12.000) μοιάζει μύθευμα, αλλά και η σύνθεσή του (κατσίκια και πρόβατα). Το ορεινό έδαφος του Κτενίου, δεν επέτρεπε στα πρόβατα να κινηθούν εκεί, αφού χρειάζονται λιβάδια για να βοσκή­σουν. Τέλος, το πραγματικό του όνομα θα πρέπει να ήταν Τράντος και όχι Τράντας, όπως έχει επικρατήσει στην τοπική βιβλιογραφία, στη μνήμη των κατοίκων και σε όνομα οδού της πόλης της Κοζάνης. Ο Γουναρόπουλος που γράφει πρώτος απ’ όλους, το 1872, τον αποκαλεί Τράντο, ενώ οι μετέπειτα Τράντα. Η εγγύτητα της συγγραφής του στο γε­γονός, αυξάνει τις πιθανότητες για την αλήθεια των γραφθέντων του. Ίσως με το πέ­ρασμα των χρόνων, οι απόγονοί του, να μεταλλάσ­σουν το επίθετο κατά το λογιότερο και ευφωνέστερο Τράντας.

Γιατί όμως επιλέγουν την Κοζάνη; 100 περίπου χρόνια πριν, οι κάτοι­κοι του Σιάκα, ακολουθούν την ίδια πορεία. Οι κτενιώτες, έχοντας ως αφορμή την επιδρομή στο χωριό τους, -τα αίτια ήταν η οθωμανική πίεση που προαναφέρθηκε- ακολουθούν το παράδειγμα των πρώην γειτόνων τους. Η αρχική τους εγκατάσταση γίνεται στα όρια του συνοικισμού, κι έπειτα μετακινούνται στο κέντρο. Στην προ­σπάθεια επιβίωσής τους στη νέα οικιστική θέση, αμιλλώνται τους υπάρχοντες πλη­θυσμούς και κατα­φέρνουν με προεξάρχοντα το γιο του Ιωάννη, Χαρίση, να επι­βλη­θούν.

Εν κατακλείδι
Η τοπική Ιστορία έχει ακόμη δρόμο μπροστά της στο να καταγράψει, μα πάνω απ’ όλα να ερμηνεύσει τεκμηριωμένα το παρελθόν. Η ανακύκλωση των ήδη υφισταμέ­νων και αμάρτυρων γεγραμμένων, και δη από μη ειδικούς, δε βοηθά σ’ αυτό. Το μεσαιωνικό παρελθόν της περιοχής μας, έχει κρυφτεί καλά, στο διάβα του χρόνου, και η ερμηνεία των κλασ­σικών πηγών, δεν προσφέρει κάτι το νέο. Το ζητούμενο είναι να ερμηνεύσουμε τις ¨κρυφές¨ πηγές, όσο κι αν αυτό μοιάζει δύσκολο. Η ικανότητα του κάθε ερευνητή, είναι η μόνη που θα μπορέσει να καταστήσει αυτό πραγματικό­τητα. Κι όχι μόνο· η έρευνα πρέπει κι επιβάλλεται να είναι πολυδιάστατη. Το γρα­φείο ό,τι ήταν να προ­σφέρει, το προσέφερε· σειρά έχει το πεδίο.

Η οπτική παρουσίαση της ομιλίας, εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου