Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

Οι οικισμοί της Κοζάνης κατά την πρώιμη περίοδό της


Γεια σας κι από μένα κι ευχαριστώ πολύ που βρίσκεστε σήμερα εδώ. Προτού ξεκινήσω θα ήθελα να ευχαριστήσω την κ. Όλγα Κούρτογλου για την πρόσκληση και τους κ.κ. Γ. Κορκά και Θ. Καλλιανιώτη για την πολύτιμη βοήθεια που μου προσέφεραν.

Μιλώντας για οικισμούς, θα ήθελα να διευκρινίσω, πως αναφέρομαι σε εκείνες τις οικιστικές εγκαταστάσεις εποίκων, στο μέρος, όπου σήμερα βρίσκεται η πόλη της Κοζάνης, και οι οποίες αποτέλεσαν τον πρόδρομο της σημερινής πόλης.

Με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα, υπήρχαν οικισμοί από το 5000 π.Χ., περίπου, και καθ’ όλη τη διάρκεια των αρχαίων χρόνων, οι οποίοι με το πέρασμα των ετών παρήκμασαν, γι’ αυτό και δε θα γίνει κάποια αναφορά σ’ αυτούς. Η Κοζάνη, λοιπόν, δεν έχει συνεχές ιστορικό παρελθόν, σε αντίθεση με άλλες πόλεις του ελλαδικού χώρου, που έχουν, όπως η Καστοριά, η Βέροια ή τα Γιάννενα.

Οι πρώτοι κάτοικοι της Κοζάνης, εμφανίζονται σ’ αυτό το μέρος, στα μέσα του 14ου αιώνα μ.Χ. Τότε είναι που ξεκινάει την ιστορία της η Κοζάνη.

Η πρώιμη περίοδός της καταλαμβάνει μία περίοδο τρισήμισυ περίπου αιώνων, από τα μέσα του 14ου αιώνα ως τα τέλη του 17ου, όπου πλέον οι λειτουργίες της έχουν, σχεδόν, αστικοποιηθεί.

Τα πλαίσια στα οποία κινείται η εργασία είναι αυτά της ιστορικής γεωγραφίας, τοπογραφίας και λαογραφίας. Εξετάζονται: η προέλευση των πρώτων εποίκων, η γεωγραφική κατανομή των οικισμών τους και η ιστορική τους εξέλιξη, ενώ παρουσιάζονται και τα τοπωνύμια της πόλης.

Η πρώιμη εποχή της Ιστορίας της Κοζάνης, συμπίπτει απόλυτα, χρονικά, με την περίοδο της πρώιμης Τουρκοκρατίας στην ευρύτερη περιοχή. Είναι η εποχή, που αρχίζει να παρακμάζει ο φρουριακού τύπου οικισμός (π.χ. Σέρβια), και αναδύονται στο προσκήνιο νέες πόλεις, που σηματοδοτούν την έναρξη μιας νέας ιστορικής φάσης και που θα παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο ιστορικό γίγνεσθαι. Μία από αυτές είναι και η Κοζάνη.

Όλα τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας συνηγορούν στο γεγονός, ότι στην περιοχή μας, κατά τους τελευταίους βυζαντινούς αιώνες, και συγκεκριμένα μεταξύ των ετών 1100 και 1300, υπήρχαν απέραντα και πυκνά δάση και το μέρος ήταν αποκομμένο από οποιαδήποτε χερσαία σύνδεση μεταξύ των τότε μεγάλων αστικών κέντρων. Δεν ήταν όμως και μία τελείως ακατοίκητη περιοχή.

Ο πρώτος οικισμός που παρουσιάζεται αυτή την εποχή (μέσα του 1300) είναι αυτός στο λόφο Σόποτο.

Πρόκειται για λέξη σλαβικής καταγωγής. Ανάγει την ετυμολογία της από το παλαιοσλαβικό sopot που σημαίνει πηγή νερού. Η χρήση των λέξεων σουπούρκα, που σημαίνει κάνουλα, και σοπουτούρα, που σημαίνει αυτό που περιχύνεται, στο γλωσσικό ιδίωμα κατοίκων σλαβόφωνων χωριών, επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές, αφού στην περιοχή του Σόποτου υπήρχαν και υπάρχουν ακόμη, πηγές νερού, κρήνες και ποτίστρες ζώων.

Πόλεις, χωριά και ποτάμια με το ίδιο όνομα υπάρχουν διάσπαρτα σε όλη τη Χερσόνησο του Αίμου, μέχρι και την Πολωνία, σε εννέα συνολικά χώρες.

Από πού ήρθαν αυτοί οι πρώτοι κάτοικοι, είναι άγνωστο. Η κύρια ασχολία τους ήταν η κτηνοτροφία, ενώ κατά πάσα πιθανότητα ήταν απαίδευτοι. Ο οικισμός ήταν εξοπλισμένος με ψηλούς και ισχυρούς τοίχους, λόγω της μοναχικότητας του μέρους. Αφότου εγκαταλείφθηκε, δεν φαίνεται να ξανακατοικήθηκε μιας και δεν υπάρχουν σημάδια επισκευής. Οι κάτοικοί του εκκλησιάζονταν στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου που είναι, πιθανόν, ο δεύτερος σε παλαιότητα ναός της πόλης μετά από αυτόν του Αγίου Δημητρίου.

Το 1390 αναφέρεται εγκατάσταση Ηπειρωτών στη θέση Σκ΄ ρκα, που στο τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σημαίνει τη βραχώδη περιοχή.

Η λέξη συναντάται σε τοπωνύμιο και στο βορειοδυτικό Μαυροβούνιο, όπου υπάρχει η κοιλάδα Skrka, ανάμεσα σε βραχώδη όρη, αλλά και σε περιοχές της Ηπείρου.

Το λόφο βόρεια της Σκ’ ρκας τον ονομάζουν Τσιάμπρα ή Τσάμρα εις ανάμνησιν της παλιάς τους πατρίδας, περιοχή στο βόρειο τμήμα του νομού Θεσπρωτίας.

Το 1400 έρχονται στη θέση Τρίδεντρον ή Τρία Δέντρα, που πήρε το όνομά της από τρία αιωνόβια δέντρα φτελιάς, τα οποία σήμερα δεν υπάρχουν, καθ’ότι υλοτομήθηκαν το 1971, οικογένειες από τα Σέρβια, που εκείνη την περίοδο αρχίζουν να ξεφτίζουν, αφού η εύφορη περιοχή πέριξ του Αλιάκμονα εποικίζεται από μουσουλμάνους, ορμώμενους από την περιοχή του Ικονίου της Μικράς Ασίας. Μέχρι τότε, και καθ’ όλη τη διάρκεια των βυζαντινών ετών, τα Σέρβια ήταν το διοικητικό και εκκλησιαστικό κέντρο όλης της περιοχής που σιγά-σιγά αρχίζει να δίνει τη θέση του στην ανερχόμενη Κοζάνη.

Στα μέσα του 15ου αιώνα, οι πληροφορίες συγκλίνουν στο γεγονός, ότι συμβαίνει συνένωση των οικισμών. Οι κάτοικοι του Σόποτου κατεβαίνουν προς τα ανατολικά εποικίζοντας διάφορα μέρη της σημερινής πόλης. Ασχολούνται εκτός από την κτηνοτροφία και με τη γεωργία, καλλιεργώντας αμπέλια στις νότιες περιοχές του νέου οικισμού. Οι κατοικίες τους είναι φτιαγμένες από ευτελή υλικά, με κύριο προορισμό τους, την κατοίκηση και την εξυπηρέτηση των γεωργοκτηνοτροφικών ασχολιών τους. Αναπτύσσουν σχέσεις με τους Κονιάρηδες Τούρκους που έχουν εγκατασταθεί στην περιοχή του Εγρί Μπουτζάκ, βορειοανατολικά της Κοζάνης, για να εξασφαλίσουν την ακεραιότητά τους.

Το 1498 είναι το έτος για το οποίο έχουμε την πρώτη, έως τώρα, έγκυρη γραπτή μαρτυρία με αναφορά στην Κοζάνη. Πρόκειται για ένα οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο το οποίο επιβεβαιώνει τη συγχώνευση που περιέγραψα παραπάνω, αφού αναφέρει τον τόπο ως Κόζανη με 137 εστίες, ήτοι 550 άτομα περίπου. Το συγκεκριμένο χειρόγραφο επαληθεύει τις πληροφορίες του Μεγδάνη, που γράφει το 1818, περιγράφοντας την Κοζάνη ως οικισμό 150 σπιτιών.

Στις αρχές του 17ου αιώνα, και πιο συγκεκριμένα το Σεπτέμβριο του 1612, έρχονται στην Κοζάνη κάτοικοι των Αγράφων. Η επανάσταση που προκαλεί ο, τότε αρχιερέας Τρίκκης, Διονύσιος ο Φιλόσοφος, αναγκάζει πολλούς ανθρώπους να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να αναζητήσουν νέους τόπους κατοικίας. Πρόκειται για πλούσιες οικογένειες, ο αριθμός τους όμως είναι άγνωστος. Αρχικά εγκαθίστανται στα κελιά του ναού του Αγίου Δημητρίου και έπειτα μετακομίζουν στη συνοικία που ονομάστηκε Αγραφιώτικα ή Ζούβλια, από το όνομα κάποιου Σούφλια, αποίκου εξ Αγράφων. Ιδρύουν το ναό των Αγίων Αναργύρων και δίπλα του, νεκροταφείο. Αυτό δείχνει ότι η εγκατάσταση αποκτά πλέον μόνιμο χαρακτήρα. Κύριες ασχολίες τους ήταν η κατασκευή υφασμάτων, η βαφική και η γεωργία.

Αυτή την περίοδο δε φαίνεται να υπάρχει ακόμη σχολείο, τα παιδιά όμως των πλούσιων οικογενειών μαθαίνουν γραφή και ανάγνωση από τους ιερείς, που αναλαμβάνουν το ρόλο του δασκάλου.

Στα μέσα του 17ου αιώνα μνημονεύεται στις πηγές, ο ερχομός κατοίκων, και πάλι από την Ήπειρο, οι οποίοι εγκαθίστανται και πάλι στην περιοχή της Σκ’ ρκας.

Το 1649, έχουμε την άφιξη οικογενειών από το Κτένι, με αρχηγό τον προεστό του χωριού, Ιωάννη Τράντα, αφού το χωριό τους καταστράφηκε από μία επιδρομή Αλβανών. Οι νεοφερμένοι εγκαθίστανται πλησίον του ναού του Αγίου Δημητρίου στην περιοχή Κρεββατάκια, που, πιθανόν, οφείλει το όνομά της στις οριζόντιες επιφάνειες της πλαγιάς (άνδηρα).

Την ίδια περίοδο εμφανίζεται και ο οικισμός Τζαμάρα, στα νότια της πόλης, απέναντι από την πλατεία Συντάγματος. Εποικίζεται ενδεχομένως από τις ήδη υπάρχουσες πληθυσμιακές ομάδες της περιοχής και μάλλον πρόκειται για κτηνοτρόφους, αφού τζαμάρα είναι η ονομασία της φλογέρας των νομαδικών πληθυσμών και κτηνοτρόφων της Πίνδου.

Ο βασικός λόγος που οδήγησε όλους αυτούς τους ανθρώπους στο να ενδημήσουν στο συγκεκριμένο τόπο, ήταν οι συνεχείς ανακατατάξεις στη Βαλκανική χερσόνησο. Αυτό το μέρος, αποτελούσε μιας πρώτης τάξεως κρυψώνα για τους κατατρεγμένους χριστιανικούς πληθυσμούς εκείνης της περιόδου. Παρόλα αυτά, δεν απέκτησε ποτέ τείχη, διότι πρόκειται για οικισμό των νεοτέρων χρόνων.

Τα μέσα του 17ου αιώνα είναι η περίοδος ακμής της τότε, κωμόπολης. Το προνομιακό φορολογικό καθεστώς (μαλικιανέ), που εξασφαλίζεται ελέω Χαρίση Τράντα, με σουλτανικό φιρμάνι, που θέτει την Κοζάνη υπό την προστασία της Σουλτανομήτορος, και η συνακόλουθη ανάπτυξη του εμπορίου, η συνεχής καταφυγή κατοίκων από τα γειτονικά χωριά και η δημιουργία κοζανίτικων εμπορικών παροικιών (κομπανίες) σε πόλεις της Βαλκανικής, κυρίως στην Αυστρουγγαρία, βοηθάνε στην αστικοποίηση του τόπου, την ανάδειξή του σε οικονομικό κέντρο της περιοχής και την αλλαγή της κοινωνικής αντίληψης των ανθρώπων. Ο πληθυσμός φτάνει τους 1.500 κατοίκους, περίπου 400 οικογένειες, και δημιουργούνται τρεις ενορίες: του Αγίου Δημητρίου, των Αγίων Αναργύρων και του Αγίου Αθανασίου. Η σημερινή περιοχή του κέντρου της πόλης, με την εκκλησία του Αγίου Νικολάου, είναι ακόμη δασική περιοχή που σιγά-σιγά αρχίζει και καταστρέφεται, με σκοπό τη μόνιμη κατοίκηση. Το δάσος της Κοζάνης, δίνει σταδιακά τη θέση του στο αστικό τοπίο. Οι αιτίες της εξαφάνισής του είναι η υλοτομία, η γιδοβοσκή και το κάψιμο. Λίγες είναι οι διαθέσιμες εστίες εκτεταμένης βλάστησης πλέον, εντός και πέριξ του αστικού ιστού, να μας θυμίζουν το παλιό δάσος της πόλης μας.

Βαδίζοντας προς το 18ο αιώνα, η Κοζάνη, δεν έχει χάσει πλήρως το γεωργοκτηνοτροφικό της χαρακτήρα. Η άνοδός της, όμως, βαδίζει με γοργούς ρυθμούς, την ίδια περίοδο, που οι γύρω πόλεις καταρρέουν. Ο Χαρίσης Τράντας δίνει ιδιαίτερο βάρος στον καλλωπισμό της πόλης. Δημιουργούνται υδραγωγεία και κρήνες, ανεγείρονται πλούσιες οικίες και εκκαθαρίζεται το μέρος με την ισοπέδωση των ανωμαλιών του εδάφους. Χωρίζεται σε δύο κύριες συνοικίες: τη συνοικία Γκιουλέρ μαχαλά, στο ανατολικό τμήμα, ή αλλιώς Γελώσα συνοικία, δηλαδή ευχάριστη, λόγω των κήπων που διέθεταν τα σπίτια εκεί, και τη συνοικία Σαριπάσχου, στο δυτικό, από το όνομα κάποιου τοπικού προύχοντα.

Το 1664 ανεγείρεται ο ναός του Αγίου Νικολάου, το 1675 ή το 1684 ιδρύεται το πρώτο σχολείο στην Κοζάνη που εν συνεχεία εξελίσσεται στη Σχολή Κοζάνης και το 1678 επανεγείρεται η εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, που λίγα χρόνια πριν είχε πληγεί από πυρκαγιά.

Στην αυγή του 18ου αιώνα, η Κοζάνη είναι πλέον πόλη, με βιοτεχνικό και εμπορικό χαρακτήρα, και συνεχώς αυξανόμενο πληθυσμό. Το εμπόριο και τα γράμματα ανθούν και η κοινωνία αστικοποιείται.

ΥΓ: Η ομιλία έγινε συνοδεία οπτικής παρουσίασης η οποία βρίσκεται εδώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου